κτηνώδη

κτηνώδη
κτηνώδης
like a beast
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κτηνώδης
like a beast
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κτηνώδης
like a beast
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

  • ζωώδης — ες και ζωώδικος, η, ο (Α ζῳώδης) [ζώον] 1. αυτός που μοιάζει με ζώο στη μορφή ή στην έκφραση («ζωώδης μορφή») 2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, κτηνώδης («ζωώδη ένστικτα») 3. μτφ. κτηνώδης, απάνθρωπος, θηριώδης, αγροίκος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κτηνώδης — ες και κτηνώδικος, η, ο (AM κτηνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία») 2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.). επίρρ... κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)… …   Dictionary of Greek

  • κτηνώδικος — η, ο βλ. κτηνώδης. επίρρ... κτηνώδικα με κτηνώδη τρόπο …   Dictionary of Greek

  • μάκκος — ο (Α μάκκος) ανόητος, γελοίος, βλάκας αρχ. ο κεντρικός ήρωας, ο γελωτοποιός ενός είδους ρωμαϊκής κωμωδίας με βωμολοχίες, τών λεγόμενων Ατελλανών δραμάτων, ο οποίος υποδυόταν τον κτηνώδη, τον αδηφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. επίθ. maccus «παράφρων,… …   Dictionary of Greek

  • χοιρόβιος — ον, Μ αυτός που ζει σαν χοίρος («χοιρόβιον... τυγχάνειν καὶ κτηνώδη τὸν... κράτορα», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + βιος (< βίος), πρβλ. μυρμηκό βιος] …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείδες — I Μυθολογικά πρόσωπα. Ήταν απόγονοι του Ηρακλή. Σύμφωνα με τη δωρική παράδοση, οι Η. κυρίευσαν και αποίκισαν την Πελοπόννησο. Μετά τον θάνατο όμως του Ηρακλή, διώχθηκαν από τον Ευρυσθέα και κατέφυγαν αρχικά στον βασιλιά της Τραχίνας, Κήυκο, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”